Κράτημα και ερμηνεία, του Ντόναλντ Γουίνικοτ

Για τη μελέτη του D.W. Winnicott «Κράτημα και Eρμηνεία – Απόσπασμα μιας Ανάλυσης» (μτφρ.-επίμ. Θανάσης Χατζόπουλος, εισαγωγή: Masud Khan, επίμετρο: Angela Joyce, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

Της Έφης Ζαμπούνη

 

Τον Ιούνιο του 2020 εκδόθηκε στα Ελληνικά σε μετάφραση του Θανάση Χατζόπουλου από το Αγγλικό πρωτότυπο, τo έργο αυτό του Γουίνικοτ, που δεν είχε τύχει μεγάλης προσοχής από τους μελετητές του, από την έκδοση του πρώτου κειμένου το 1972 έως το 1986 οπότε δημοσιεύτηκε με την τωρινή του μορφή, όπως πληροφορεί η Αngela Joyce στο επίμετρο. Εικάζει μάλιστα ότι, καθώς το βιβλίο εκδόθηκε 15 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ο τίτλος του επιλέχθηκε από τον Masud Khan ως σύλληψη και συμπύκνωση της κεντρικής ιδέας για κάθε ψυχαναλυτική θεραπεία.

Το βιβλίο μεταφέρει την ανάλυση ενός άντρα τριάντα ετών κατά τους τελευταίους έξι μήνες της, από συνεδρία σε συνεδρία και σχεδόν λέξη λέξη, ό,τι διαμείβεται μεταξύ αναλυόμενου και αναλυτή. Πρόκειται για τη δεύτερη φάση της, δεκατρία χρόνια μετά το τέλος της πρώτης φάσης, που διακόπηκε κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και, ενώ ο ασθενής είχε γίνει αρκετά καλά. Οι δεκαέξι πρώτοι μήνες της δεύτερης φάσης, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Γουίνικοτ, μετά από την κατάρρευση του ασθενούς  η οποία οδήγησε σε νοσηλεία και για την οποία ο Γουίνικοτ κράτησε αναδρομικά σημειώσεις, παρουσιάζονται στο παράρτημα μέσα από κάποια επεισόδια και πρόκειται για το γνωστό άρθρο του «Απόσυρση και Παλινδρόμηση» (1954). Όσο για την πρώτη φάση της ανάλυσης η οποία διήρκεσε περίπου δύο χρόνια δεν εκδόθηκε ποτέ αλλά και εδώ κρατήθηκαν σημειώσεις υπό μορφή κειμένου, μέρος των οποίων παραθέτει o Masud Khan στην εισαγωγή του.

Το βιβλίο μεταφέρει την ανάλυση ενός άντρα τριάντα ετών κατά τους τελευταίους έξι μήνες της, από συνεδρία σε συνεδρία και σχεδόν λέξη λέξη, ό,τι διαμείβεται μεταξύ αναλυόμενου και αναλυτή.

Ο Γουίνικοτ συνάντησε για πρώτη φορά τον ασθενή όταν ήταν 19 χρόνων. Η Angela Joyce επισημαίνει στο σχόλιο του Κhan ότι υπήρχε κάτι σε αυτόν τον ασθενή που κίνησε το ενδιαφέρον του Γουίνικοτ «ίσως ο τρόπος με τον οποίο παρουσίαζε τον εαυτό του […] σαν να ήταν περισσότερο παρατηρητής της ζωής παρά σαν να τη ζούσε ο ίδιος» και έτσι συνδέθηκε με τα θεωρητικά και κλινικά του ενδιαφέροντα. Ο Masud Κhan θεωρεί πως η έννοια και το αίσθημα του βαρετού απασχόλησε τον Γουίνικοτ από την αρχή των γραπτών του, το 1931, έως τη στιγμή που συναντά τον ασθενή και παραθέτει τα άρθρα του στα οποία συναντάμε το ξετύλιγμα της έννοιας και τις συνδέσεις της με την αντικοινωνική τάση, τη μανιακή άμυνα και την απουσία αυθεντικότητας.

Ο Masud Khan ανατρέχει στην «ψευδή επανόρθωση» και τον μητρικό σφετερισμό εις βάρος της αναπτυσσόμενης ψυχικής πραγματικότητας του μικρού παιδιού (1948a) και στην τρέλα της μητέρας ως αλλότριο προς το Εγώ παράγοντα (1972). Στη διαφοροποίηση της πρώιμης νοητικής λειτουργίας από την ψυχή και το σώμα και στη φαντασίωση ως άρνηση της ψυχικής πραγματικότητας. Στην αποτυχία ακόμη της τεχνικής στη βρεφική φροντίδα (1952), ώστε να κατανοήσει μέσα από όλα αυτά τα σημεία τον «βαρετό ασθενή» και το κλίμα που δημιουργεί στην αναλυτική συνθήκη: μία στεγνή τεχνική του σχετίζεσθαι της οποίας υπήρξε θύμα κατά την παιδική ηλικία.

Η απάντηση του Γουίνικοτ γράφει ότι είναι η ποιότητα της ανάλυσης που δημιουργεί ο αναλυτής και ο χειρισμός του στην ανάγκη του ασθενούς για παλινδρόμηση:

«Είναι σωστό να μιλάμε για τις επιθυμίες του ασθενή, την επιθυμία (για παράδειγμα) να μείνει σιωπηλός. […] Η ικανότητα του ατόμου να επιθυμεί έχει προσβληθεί και εμείς γινόμαστε μάρτυρες της επανεμφάνισης του αρχικού αιτίου μιας αίσθησης ματαιότητας. Ο παλινδρομημένος ασθενής βρίσκεται κοντά στην αναβίωση ονειρικών και μνημονικών καταστάσεων· μια εκδραμάτιση ενός ονείρου μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ασθενής ανακαλύπτει τι είναι επείγον και μιλώντας για το τι εκδραματίστηκε ακολουθεί την πράξη αλλά δεν μπορεί να προπορευθεί αυτής» (1954c).

Το κράτημα σημειώσεων λειτουργεί σύμφωνα με τον Masud Κhan σαν ένας τρόπος για τον συγγραφέα τους, να παραμένει ενήμερος και σε εγρήγορση κατά την περίοδο μεγάλων παύσεων και περιόδων ύπνου του ασθενή αλλά και πυκνής αφήγησης η οποία αποκλείει την αμοιβαιότητα. «Ο τρόπος του να κρατάει βιαστικές σημειώσεις κατά τη διάρκεια της συνεδρίας πλησιάζει πιο πολύ σε σκαριφήματα παρά στο γράψιμο». Πέρασε λέει σχεδόν ασυνείδητα από τα σκαριφήματα των παιδιών στο σκάρωμα των σημειώσεων. Έμενε με αυτόν τον τρόπο «ζωντανός» και ο νους του δεν άφηνε τον ασθενή «να πέσει», βλέποντας ταυτόχρονα στην αντιμεταβίβαση τον κίνδυνο να γλιστρήσει σε εισβολή μέσω των ερμηνειών ή σε απάθεια μέσω της σιωπής.

Το κράτημα σημειώσεων λειτουργεί σύμφωνα με τον Masud Κhan σαν ένας τρόπος για τον συγγραφέα τους, να παραμένει ενήμερος και σε εγρήγορση κατά την περίοδο μεγάλων παύσεων και περιόδων ύπνου του ασθενή αλλά και πυκνής αφήγησης η οποία αποκλείει την αμοιβαιότητα.

Η Joyce επισημαίνει εδώ ότι αυτό το βιβλίο προκαλεί τους ειδικούς σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα καθώς θέτει ερωτήματα για το τι κάνει κανείς όταν αναλύει, στοιχείο που μπορεί να ευθύνεται για την καθυστερημένη εκτίμησή του από την ψυχαναλυτική κοινότητα. Σημειώνει:

«Ο Γουίνικοτ ήταν αποφασισμένος να είναι ανοιχτός και ειλικρινής σχετικά με το τι είπε στον ασθενή και υπάρχουν πολλές κρίσιμες στιγμές στις σημειώσεις όπου σχολιάζει ότι έχει κάνει κάποιο λάθος ή παίρνει πίσω κάτι που είπε διότι από τις αντιδράσεις του ασθενή έγινε γρήγορα φανερό πως ήταν λάθος ή άκαιρο».

Ο Θανάσης Χατζόπουλος, στο επίμετρό του, σχολιάζει πως «υπάρχουν στιγμές που με τον πληθωρισμό των παρεμβάσεών του φαίνεται να γλιστράει εκτός αναλυτικής θέσης και […] ενώ καταλαβαίνει ότι παρεμβαίνοντας παραβιάζει τη διαδικασία, φαίνεται να βιάζεται και να επισπεύδει». Σε άλλο σημείο παρεμβαίνει για να συγκεντρώσει την προσοχή του, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Γουίνικοτ και έτσι η ερμηνεία δίνεται για τον αναλυτή και όχι για τον αναλυόμενο. Για την ερμηνευτική του πάντως όλα έχουν σημασία καθώς προάγουν τον ελεύθερο συνειρμό που είναι «το εργαλείο» της ανάλυσης, γράφει ο Θανάσης Χατζόπουλος, από τους ήχους πριν γίνουν λέξεις έως τον ύπνο που αναβιώνει το «εκτός επαφής» του ασθενή.

Χρησιμοποιώντας τη μεταφορά της θεατρικής σκηνής ο Χατζόπουλος σημειώνει πως υπάρχει μια δυσκολία να περιγραφεί το πλαίσιο της ανάλυσης, να εμφανιστεί η δράση σκηνοθέτη-αναλυόμενου και βοηθού σκηνοθέτη-αναλυτή, η συν-εργασία τους, η συμμετοχή του καθενός στα δρώμενα, στοιχείο που κάνει τις καταγραφές κλινικών περιπτώσεων είδος σπάνιο και καθιστά εξαίρεση το κείμενο του βιβλίου «Απόσπασμα μιας ανάλυσης». O Γουίνικοτ διαπιστώνει εξάλλου τρεις δυσκολίες καταγραφής που αφορούν την αναμνημόνευση των συνεδριών, την ποσότητα και επιλογή του υλικού και τις αντιστάσεις των αναλυτών να εκθέσουν αυτά που είπαν.

Για το έργο της αναμνημόνευσης ο Χατζόπουλος επεξηγεί: «Στην αναμνημόνευση εμπεριέχεται ήδη μία “ακρόαση”, ένας πρώτος μετασχηματισμός, που όσο κι αν η μνήμη του ψυχαναλυτή είναι ικανή και σε συντονισμό με το εγωτικό του άδειασμα την ώρα της συνεδρίας, δεν γίνεται παρά να διαφέρει, να μετατοπίζεται έστω και κατ΄ ελάχιστον από τα όσα ακούστηκαν, πολύ περισσότερο από το ίδιο το γεγονός της ομιλίας του αναλυόμενου». Στην επιλογή του υλικού εμπλέκεται επίσης το τι ακούει ο αναλυτής, πώς το ακούει –γιατί δεν ακούει πάντα το ίδιο– και τι χρήση κάνει αυτής της ακρόασης. Από την πλευρά των δυσκολιών παραμένει και η συμμετοχή του αναλυτή με τα λάθη της, η οποία απαιτεί θάρρος, ενώ είναι απαραίτητο, διευκρινίζει, να μην αισθάνεται πως κάποιος τρίτος, σε θέση κριτή, παρακολουθεί την δουλειά του.

Συνεχίζει, πως στην καταγραφή ο αναλυτής βρίσκει μία ρότα ως προς τον αναλυόμενο με τις εκτροπές της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων. «Η γραφή γίνεται μία πυξίδα στην ψυχική θάλασσα την οποία ο αναλυτής έχει να περιπλεύσει “μαζί” με τον αναλυόμενο». Το «μαζί» όμως σφραγίζεται από την απόσταση την οποία ο αναλυτής φροντίζει ανάμεσα στο δικό του ασυνείδητο και σε αυτό του ασθενούς η οποία επιτρέπει και τη συνάντηση και τη μίξη. Αυτό το όλως ιδιαίτερο κράτημα επιτρέπει τη συμμετοχή αλλά προστατεύει από την εμπλοκή, και αυτή είναι μία ερμηνεία που δίνει ο Θανάσης Χατζόπουλος για το ίδιο το κράτημα.

Το ίδιο αντιπαραθετικό και όμως συνδετικό βρίσκει και η Angela Joyce: «το κράτημα και την ερμηνεία» στην τεχνική της ψυχανάλυσης, ειδικά για ασθενείς που χρειάζονται κάτι άλλο από την κλασική ανάλυση, όπως o ασθενής του Γουίνικοτ, σκεπτόμενη την επιλογή του τίτλου από τον Masud Khan. Κάθε ψυχαναλυτική θεραπεία είναι ένας συνδυασμός των δύο με την αναλογία του καθενός να αλλάζει σε κάθε ασθενή και σε διαφορετικές περιόδους της διαδικασίας και κλείνει με την σκέψη πως «η εργασία που περιγράφεται σ’ αυτό το βιβλίο, είχε πιθανότατα μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη της κλινικής θεωρίας του Γουίνικοτ».