ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Μετάφραση: Ελίζα Νικολοπούλου

Σας προτείνω να εξετάσουμε και να εκτιμήσουμε, ως προς ένα ιδιαίτερο και ορισμένο σημείο, μια απόκλιση, μια μείζονα διαφορά ανάμεσα στη σκέψη του Λακάν και σε εκείνη του Γουίνικοτ. Το ζήτημα δεν είναι να μειώσουμε αυτήν την απόκλιση υπέρ του ενός ή του άλλου, πολύ περισσότερο που αυτό ο σκοπός, αυτός ο στόχος θα μου φαινόντουσαν ουσιαστικά καταδικασμένοι σε αποτυχία, αν τους επιδιώκαμε.

Οι θεωρητικές σκέψεις και αναφορές του Γουίνικοτ και του Λακάν, ως προς κάποια σημεία, διαφέρουν και διίστανται. Το να τις θεωρήσουμε αντινομικές, θα προϋπέθετε ήδη ότι υπάρχει ένας τόπος συνάντησης. Υπάρχουν πεδία συνάντησης και συγκερασμού, καθώς και ο ένας και ο άλλος αναφέρονται στην καρδιά της αναλυτικής εμπειρίας, όμως αυτά αποτελούν και αυταπάτη. Αυταπάτη με την έννοια που την ορίζει ο Γουίνικοτ, αυταπάτη μιας συνάντησης την οποία οφείλουμε να διαλύσουμε. Η οπτική, το σημείο εκκίνησης από το οποίο σκέφτονται και προσεγγίζουν την εμπειρία δεν είναι το ίδιο.

Όταν ο Γουίνικοτ μεταφράστηκε και έγινε γνωστός, στη Γαλλία τουλάχιστον στην λακανική κοινότητα, δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν και τόσο απομακρυσμένος από τον Λακάν. Ίσως αυτό εκπλήσσει αλλά στο κάτω-κάτω, κάποιος που είναι εξοικειωμένος με το ζήτημα του Άλλου και της επιθυμίας του Άλλου μπορούσε εύκολα να κατανοήσει την έμφαση που δίνει ο Γουίνικοτ στο περιβάλλον, ήταν κάτι αυτονόητο και που εντέλει ετίθετο ίσως με πολύ πιο συγκεκριμένο τρόπο στον Γουίνικοτ απ’ ό,τι αλλού.

Παρά τις πολλές διαφορές, για έναν αναγνώστη του Φρόιντ και του Λακάν το παιχνίδι και ο μεταβατικός χώρος θα μπορούσαν εύκολα να καταστούν οικεία και μόνο λόγω της σημασίας που και οι δύο –πολύ δε περισσότερο ο Λακάν ως αναγνώστης του Φρόιντ– απέδιδαν στο παιχνίδι της κουβαρίστρας, παιχνίδι που συμβολίζει και θέτει υπό έλεγχο, σε μια ουσιώδη συνάρθρωση ανάμεσα στον λόγο και στην επανάληψη, το φαντασιακό και το συμβολικό. Ήμασταν έτοιμοι να διαβάσουμε τον Γουίνικοτ, αλλά μπορέσαμε επίσης να τον διαβάσουμε σαν κάποιον που μας αποσπούσε από κάτι και μας κόμιζε κάτι νέο· ένα νέο παιχνίδι που διέλυε τις προηγούμενες συνήθειες, τελετουργίες και κατασκευές μας· ένα άλλο παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι καθώς και έναν άλλον τρόπο να παίζουμε. Πλάι σε αυτά τα πεδία συνάντησης, όσο πιο πολύ διαβάζω τον έναν και τον άλλον τόσο περισσότερο τους βρίσκω να διίστανται βαθιά. Δεν συμφωνώ με τις απόπειρες σύγκλισης, και ακόμη περισσότερο προσάρτησης, οι οποίες μου φαίνονται, σε όλα σχεδόν τα σημεία, παράπλευρες ως προς εκείνο που συνιστά την ουσία της θέσης, του ενδιαφέροντος αλλά και της επιθυμίας τόσο του ενός όσο και του άλλου.

 

Η δημιουργικότητα ή η αίσθηση του υπάρχειν

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον Γουίνικοτ, μια φράση τράβηξε την προσοχή μου, η οποία μου ανακίνησε τη διάθεση και την επιθυμία να αναπτύξω εδώ αυτήν την προβληματική. Βρίσκεται στην αρχή-αρχή ενός από τα άρθρα που ο Γουίνικοτ αφιερώνει στη μελέτη της έννοιας της δημιουργικότητας: έννοια βαθιά αλληλέγγυα προς εκείνο που εμπνέει το έργο του, έννοια που κατεξοχήν του ανήκει και στην οποία δίνει ένα περιεχόμενο και μια δύναμη που κανείς δεν της είχε δώσει μέχρι τότε.

Η δημιουργικότητα δεν παραπέμπει στη δημιουργία ενός έργου τέχνης. Η δημιουργικότητα σημαίνει την αίσθηση του υπάρχειν, είναι συνδεδεμένη με τη ζωή του καθενός, είναι μια προσωπική δημιουργικότητα, με την έννοια ότι αναφερόμαστε στο ότι έχουμε μια ζωή που είναι δημιουργική ή μια δημιουργό ζωή· το να είναι κανείς δημιουργικός σημαίνει να αισθάνεται ότι υπάρχει και είναι ζωντανός. Η δημιουργικότητα δίνει έναν χρωματισμό σε κάθε στάση απέναντι στην εξωτερική πραγματικότητα· χρωματισμό, χρώματα αλλά και αντιθέσεις, μια ποικιλία. «Πρόκειται πρωτίστως», γράφει ο ίδιος, «για έναν δημιουργικό τρόπο που δίνει στο άτομο την αίσθηση ότι η ζωή αξίζει τον κόπο να την ζεις».

Για τον Γουίνικοτ, η έννοια της δημιουργικότητας έχει όλο το βάρος αυτού του ερωτήματος: τι μπορεί να δίνει την αίσθηση ότι η ζωή αξίζει τον κόπο να την ζεις;  Εάν αυτό το ερώτημα έχει κάποιο νόημα, αυτό συνεπάγεται ότι κάποια συμβάντα – ύστερα από έναν ορισμένο αριθμό από οδύνες– κάποια πλήγματα, κάποιες ρήξεις, έχουν επερωτήσει ή ανακινήσει την επιθυμία για ζωή. Αλλά περισσότερο και από την επιθυμία για ζωή, προκαλούν την ανεύρεση της αίσθησης του να αισθάνεται κανείς ζωντανός, μια αίσθηση που δεν είναι ακριβώς το ίδιο με την επιθυμία για ζωή, με την έννοια του να είναι κανείς εν ζωή.

Όταν λοιπόν είχα ασχοληθεί με την ανάγνωση που είχε κάνει ο Λακάν της τραγωδίας του Σοφοκλή, Αντιγόνη[1], και με τον τρόπο με τον οποίο αναλύει την επιθυμία της Αντιγόνης όπου, συνεπαρμένος και γοητευμένος από τη λάμψη της, την καθιστά πρότυπο, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο, ως προς αυτή τη μορφή, εκφράζει κατά βάθος κάτι σαν ένα τραγικό αίσθημα του ζειν, με άλλα λόγια τον ουσιώδη κατά τη γνώμη του δεσμό ανάμεσα στη ζωή, στο αίσθημα του υπάρχειν και στην τραγωδία της ζωής.

Σε κάποια στιγμή, χρησιμοποιεί την εξής έκφραση: «Η επιθυμία είναι εκείνο χωρίς το οποίο δεν αξίζει να ζει κανείς τη ζωή». Ως προς την Αντιγόνη, η οποία προκρίνει ακριβώς ορισμένες αξίες, κάποιες επιλογές και, έχοντας επιλέξει τον θάνατο, βαδίζει προς τον τάφο[2], επισημαίνει: «Είναι εκείνο χωρίς το οποίο θα εγκαταλείπαμε τους λόγους που έχουμε για να ζούμε. Μπορεί κανείς να ζει με οιοδήποτε τίμημα; Και να ζει έχοντας εγκαταλείψει –ή χάσει– τους προσωπικούς του λόγους για να ζει;» Σε αυτόν τον αρχαίο τρόπο[3] (κλασικό και τραγικό) διατύπωσης του ερωτήματος, ο Γουίνικοτ προτείνει μια άλλη έκφραση, η οποία δεν αποκλείει τον ηρωισμό της ζωής, αλλά αποκτά διαφορετική έμφαση. Μπορούμε να ζούμε χωρίς να αισθανόμαστε ότι υπάρχουμε αληθινά, χωρίς να αισθανόμαστε ζωντανοί και όχι ψευδώς ζωντανοί – εκτός και αν πρόκειται για μια ζωή στρεβλή ή μια ζωή ψεύτικη;

Υπάρχει εδώ μια συνάντηση που υλοποιείται με την ίδια έκφραση, «αυτό που κάνει ώστε η ζωή να αξίζει τον κόπο να την ζεις». Εγγράφεται σε δύο έννοιες, δημιουργικότητα για τον Γουίνικοτ και επιθυμία για τον Λακάν. Και για τον έναν και για τον άλλον, μέσα από το πώς αποκλίνουν καθώς και μέσα από τον εννοιολογικό ιστό όπου εγγράφονται, εξυπακούεται και γίνεται κατανοητό το πιο ζωντανό στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας που είναι μια ανάλυση: εσωτερική εμπειρία, τραγωδία της επιθυμίας για τον Λακάν, αίσθηση του υπάρχειν για τον Γουίνικοτ, το να είναι κανείς ζωντανός σημαίνει να είναι δημιουργικός.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η έννοια της δημιουργικότητας σε ό,τι καταφατικό και φωτεινό μπορεί να διαθέτει, δεν συμπεριλαμβάνει τη μνήμη καμιάς βιαιότητας, καμιάς τραγωδίας, καμιάς εξέγερσης, καμιάς εν τέλει από τις ακρότητες της ζωής. Πρόκειται για λάθος.

Για τον Γουίνικοτ η δημιουργικότητα ριζώνει στα διακυβεύματα ζωής και θανάτου, που είναι τραγικά διακυβεύματα, καθώς και στα διακυβεύματα βίας και υποταγής. Πράγματι, σε τι αντιτάσσει τη δημιουργικότητα; Στην υποταγή, την οποία ορίζει ριζοσπαστικά: είναι η υποταγή, μαζί με ένα στοιχείο ενδοτικότητας, στην εξωτερική πραγματικότητα, σε έναν κόσμο με τον οποίο πρέπει κανείς να ευθυγραμμιστεί και να προσαρμοστεί. Ως παραδείγματα αναφέρει τα άτομα που δυναστεύονται στην οικογενειακή τους εστία, εκείνους που πέρασαν τη ζωή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκείνους που έχουν υποστεί πολιτικές διώξεις. Μνημονεύει την αρνητική όψη του πολιτισμού, εκείνους που έχουν παραιτηθεί από κάθε ελπίδα και υποφέρουν, καθώς και εκείνους που έχουν απαρνηθεί κάθε ελπίδα σε τέτοιο βαθμό ώστε ούτε καν υποφέρουν πια.

Τέτοια υποταγή επιβεβλημένη με τη βία, που υφίσταται ή εσωτερικεύει κανείς, επιφέρει ένα αίσθημα ματαιότητας και κενότητας. Τίποτα δεν έχει πλέον αξία, τίποτα δεν έχει πια σημασία, ένα αίσθημα απώλειας ενδιαφέροντος για τη ζωή και ματαιότητας συνοδεύουν ένα βαθύ εσωτερικό αίσθημα ήττας, που πέφτει και η ίδια στη λήθη. Ο δεσμός με τον εαυτό και με τους άλλους χάνεται και διαλύεται.

Αυτοί οι παράγοντες του περιβάλλοντος μπορούν να καταστρέψουν τη δημιουργικότητα του ατόμου. Η καταστροφή μπορεί να φτάσει μέχρι την εκμηδένιση κάθε οδύνης και τη μη αναστρέψιμη αποσύνδεση αληθούς και ψευδούς εαυτού.

 

Η δημιουργικότητα δεν είναι η επιθυμία

Η ιστορία του 20ου αιώνα, στις πιο ακραίες και καταστροφικές της όψεις και στις επιπτώσεις της στη ζωή των ατόμων, δεν απουσιάζει καθόλου από την κατασκευή και τον ορίζοντα σκέψης της έννοιας της δημιουργικότητας.

Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε σε ποιον βαθμό, και μάλιστα ως την αναθεώρηση της «διεύθυνσης της θεραπείας», η έννοια της επιθυμίας συνιστά τον κεντρικό άξονα της λακανικής σκέψης για το υποκείμενο; Το να ζει κανείς σημαίνει να επιθυμεί, το να επιθυμεί σημαίνει επίσης να αντιπαρατίθεται, να ανθίσταται, να μην ενδίδει, και αναμφίβολα να δημιουργεί. Χωρίς λόγο να επιθυμείς, η ζωή αξίζει τον κόπο να την ζεις; Όμως, όπου ο Λακάν λέει επιθυμώ, ο Γουίνικοτ λέει δημιουργώ. Η δημιουργικότητα –ο αληθής εαυτός– δεν μπορεί να χαθεί ολοκληρωτικά. Ακόμα και στην περίπτωση της ακραίας υποταγής, στη σχιζοειδή εγκατάσταση μιας ψευδούς προσωπικότητας, παραμένει κάπου κρυμμένη μια μυστική ζωή, ικανοποιητική καθότι δημιουργική. Εάν όμως, οτιδήποτε είναι δημιουργικό παραμένει κρυμμένο και δεν μπορεί πλέον να δώσει σημεία ζωής, τότε δεν έχει μεγάλη σημασία εάν είναι κανείς ζωντανός ή νεκρός· η αυτοκτονία τότε, γράφει ο Γουίνικοτ, έχει μικρή σημασία. Η σαφέστατη αναφορά στην αυτοκτονία, στα αυτοκαταστροφικά στοιχεία είναι ονομαστικά παρούσα. Με αυτόν τον τρόπο η δημιουργικότητα σταθμίζεται απέναντι στον κίνδυνο, στον πειρασμό της αυτοκτονίας: ως εάν η αυτοκτονία να επερχόταν με την αποτυχία της δημιουργικότητας, των πόρων της και όλων όσων αυτή αντιπροσωπεύει.

Η δημιουργικότητα όμως δεν είναι η επιθυμία, ακόμα και αν καταλαμβάνει για τον Γουίνικοτ μια θέση τόσο κεντρική όσο η επιθυμία για τον Λακάν. Η επιθυμία είναι επιθυμία θανάτου, ενώ η δημιουργικότητα δεν τοποθετείται σ’ αυτόν τον ορίζοντα, πόσο μάλλον που ο Γουίνικοτ ανήκει στους ψυχαναλυτές που αρνούνται την έννοια της ορμής θανάτου, παρότι η προσχώρηση της Μέλανι Κλάιν στις θέσεις του Φρόιντ είχε κάμψει τον τρόπο που την κατανοούσε.

«Η θεωρία μας», καταλήγει, «προϋποθέτει ότι το να ζεις δημιουργικά μαρτυρεί μια καλή ψυχική υγεία ενώ η υποταγή συνιστά κακή βάση της ύπαρξης». Αυτός είναι ο ορίζοντας μέσα στον οποίο ξετυλίγει ο Γουίνικοτ την έννοια της δημιουργικότητας. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς τον δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για έναν από τους όρους, μαζί με εκείνον του παιχνιδιού, με τους οποίους διαλέγεται, συνηθέστερα με κριτικό πνεύμα, με άλλους ψυχαναλυτές, ειδικότερα δε τους κλαϊνικούς συναδέλφους του.

Στο τέλος του άρθρου «Η δημιουργικότητα και οι απαρχές της», υποστηρίζει ότι εκεί όπου υπάρχει δημιουργικότητα δεν υπάρχει πλέον φθόνος. Ο κλαϊνικός φθόνος είναι μια αποτυχία της δημιουργικότητας. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία υπέρβαση του φθόνου και κυρίως όχι στην επιθυμία, αλλά αντιθέτως υπάρχει υπέρβαση παράλληλα, πριν. Ο φθόνος αποτελεί μια αποτυχία της δημιουργικότητας και η δημιουργικότητα, η αίσθηση του υπάρχειν και του να είναι κανείς ζωντανός είναι ταυτόχρονα ένα γιατρικό και μια προφύλαξη που μας προστατεύουν από το φθόνο.

Ποιες οι πηγές της αίσθησης του υπάρχειν και της δημιουργικότητας; Μπορούμε να συνοψίσουμε τη θέση του σε έναν πολύ μικρό αριθμό προτάσεων. Η δημιουργικότητα εδράζεται κατ’ αρχάς σε εκείνο που ονομάζει αμιγώς θηλυκό στοιχείο, ένας τελείως ασυνήθιστος τρόπος με τον οποίον θέτει το ζήτημα του μητρικού και του γυναικείου. Αυτό το στοιχείο βρίσκει την απαρχή και τη συνοχή του σε εκείνον τον ιδιαίτερο, ουσιώδη, πρώτο δεσμό με εκείνη που αποκαλεί «επαρκή μητέρα».[4] Απαραίτητη αυταπάτη, αυτό το καλό περιβάλλον όπου το παιδί μπορεί να ταυτιστεί με το στήθος της μητέρας, αυτή είναι η διατύπωσή του, με τον τρόπο του είναι και όχι με εκείνον του πράττειν. Η αντίθεση βρίσκεται ανάμεσα στο «είναι» και στο «πράττειν». Στο πλαίσιο αυτής της διαφοράς, το «πράττειν», ταυτισμένο με το αρσενικό στοιχείο, δεν νοείται χωρίς μια ορμική δραστηριότητα καταβροχθιστική, δυναμική και κατά συνέπεια άπληστη, αρπακτική, καταστροφική.

Το ζήτημα του «είναι», η δυνατότητα για το παιδί να ταυτιστεί με αυτό το στήθος που αντιπροσωπεύει μια ορισμένη προδιάθεση, μια κάποια διαθεσιμότητα της μητέρας σε έναν τρόπο δεσμού και σχέσης ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί, αντιπροσωπεύει την ύπαρξη και τη δυνατότητα μιας βάσης. Είναι μια λέξη που ο Γουίνικοτ χρησιμοποιεί ενίοτε σχετικά με τη δημιουργικότητα, ένας όρος αρκετά απλός, αρκετά κοινός. Η λειτουργία του είναι ουσιώδης: μια βάση, από την οποία θα μπορέσουν να αναπτυχθούν, χωρίς να καταστρέψουν ούτε τη μητέρα ούτε το παιδί, η διαλεκτική των ορμών, η ορμική αμφιθυμία, η δυναμική, η αρπακτικότητα, η βία, η καταστροφικότητα. Ως εάν, εν τέλει, το ζήτημα της ορμικής αμφιθυμίας να όφειλε να έπεται ενός πρώτου δεσμού, μιας πρώτης υποδοχής ή μιας πρώτης ταύτισης, αυτής την οποία ονομάζει «είναι».

Αυτές οι λέξεις «είναι», «being» επανέρχονται συχνά στη σκέψη του Γουίνικοτ και τις αντιδιαστέλλει με το «πράττειν», «doing». Γύρω από αυτές και από τη σημασία της αντίθεσής τους ως πέρασμα από το ένα στο άλλο γράφει: «η αίσθηση του είναι προηγείται του γεγονότος να είναι κανείς ένα». Πριν να είναι κανείς ένα, με ό,τι αυτό μπορεί να επιφέρει ως προς την εξατομίκευση, τον διαχωρισμό, τη διάκριση, την ταύτιση, υπάρχει κάτι προγενέστερο. Δεν το περιορίζει σε ένα τίποτα ούτε σε ένα κενό, το ονομάζει «αίσθηση του είναι», σαν να επρόκειτο για ένα είδος υφάσματος, ιστού, σάρκας, που δίνει στο παιδί που βρίσκεται σε αυτή την ιδιαίτερη σχέση τόσο την αίσθηση του υπάρχειν όσο και αυτό το απόθεμα δημιουργικότητας. Εδώ συναντάμε το προοίμιο και τη συνάρθρωση του μεταβατικού χώρου και του ευρεθέντος όσο και δημιουργημένου αντικειμένου.

Σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στον Γουίνικοτ και στον Λακάν, κυριολεκτικά καμία. Ο Λακάν είναι ένας στοχαστής της ασυνέχειας, της υπερβολής, της παρόξυνσης και της απόστασης. Τοποθετεί το αρχαϊκό σε ένα σύμπαν κατακερματισμένο, τρομακτικό στο οποίο υπάρχουν αδιέξοδα και όχι περάσματα. Είναι ένας στοχαστής της απώλειας, της διχόνοιας, του κενού, του τίποτε, ένας στοχαστής του θανάτου.

Ο Γουίνικοτ δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι ένας στοχαστής της συνέχειας, των πόρων της ζωής, της ικανότητας να χρησιμοποιεί κανείς όλα τα περάσματα, όλους τους δεσμούς· είναι ένας στοχαστής της επινόησης, του φαντασιακού, του μεταβατικού χώρου, της χρήσης της γλώσσας παρά της κυριαρχίας του σημαίνοντος. Δεν είναι ένας θεωρητικός που δημιουργεί ένα σύστημα,  αλλά κάποιος που φαντάζεται μια μοναξιά που να μην είναι επικίνδυνη, μια εγγύτητα του θανάτου που να μην είναι τρομακτική, μια κατάθλιψη που φέρει μέσα της τους δικούς της πόρους.

Ο Γουίνικοτ δεν είναι όπως ο Λακάν ένας στοχαστής της δυαδικότητας, ή το ένα ή το άλλο, ή το μηδέν ή το ένα, ή ο φαλλός ή η έλλειψη, αλλά κάποιος που κατασκευάζει το βιώσιμο, τη ζωή και την ανάλυση εντός αυτού του χώρου. Αυτός ο χώρος που είναι η δική του δημιουργικότητα, αυτός ο χώρος δεν υπακούει στη δυαδική λογική. Από το ουδέτερο –ουδέτερο με την έννοια του ούτε το ένα ούτε το άλλο, κάτι ουδετεροποιείται– εμφανίζεται εκείνο που αποφεύγει να εκπέσει σε ένα ναι ή ένα όχι, στο ένα ή στο άλλο. Αυτή η ουδετεροποίηση είναι κατά μία έννοια βαθιά αναλυτική. Η ουδετερότητα της ανάλυσης δεν είναι απλώς η απόσυρση, είναι επίσης η ουδετεροποίηση και κατά συνέπεια η δημιουργία του δυνητικού χώρου, η επινοητικότητα στην τεχνική και η δυνατότητα, μέσω ουδετεροποιήσεων που αποτελούν ανοίγματα και υποδοχές, να επιτραπεί το αναλύσιμο, να επιτραπεί η ύπαρξη συνέχειας εκεί όπου θα μπορούσαν να υπάρξουν η ρήξη, η ασυνέχεια και επομένως άσχημες τομές· τομές που θα ήταν περισσότερο ακρωτηριασμοί παρά απώλειες. Ως προς αυτό το σημείο, ανάμεσα στον Γουίνικοτ και στον Λακάν δεν υπάρχει καμία σχέση, η απόλυτη ασυνέχεια. Η οπτική τους είναι τελείως διαφορετική, τίποτε, απολύτως τίποτε δεν βρίσκεται στην ίδια θέση.

 

Το ζήτημα του Nebenmensch

Σε έναν άλλο τομέα διίστανται ακόμα πιο εμφανώς – και αυτή τη φορά ακτινοειδώς. Αυτό είναι το ζήτημα του πλησίον, του Nebenmensch, που εμφανίζεται στο Entwurf, σε αυτό το απόσπασμα του «Σχεδιάσματος», που ο Λακάν σχολιάζει επί μακρόν, ειδικά στο σεμινάριο «Η ηθική της ψυχανάλυσης», αλλά και η Μονίκ Σνάιντερ (Monique Schneider)[5], μέσα από μια κριτική προσέγγιση πολύ πιο φροϋδική. Πρόκειται για το σύμπλεγμα του άλλου, του πλησίον, του άλλου-αρωγού, εκείνου που ο Φρόιντ ονομάζει Nebenmensch. Το κάλεσμα στον πλησίον, στον άλλον προέρχεται από ένα παιδί που χρειάζεται βοήθεια, που βρίσκεται σε απόγνωση και στρέφεται προς έναν άλλον.

«Το σύμπλεγμα αντίληψης του πλησίον χωρίζεται σε δύο συνιστώσες, εκ των οποίων η μία επιβάλλεται μέσω μιας σταθερής διευθέτησης και δημιουργεί ένα σύνολο εν είδει πράγματος, ενώ η άλλη γίνεται κατανοητή από μια εργασία αναμνημόνευσης, μπορεί δηλαδή να αναχθεί σε μια πληροφορία που προέρχεται από το ίδιο το σώμα»[6].

Στο σύμπλεγμα του Nebenmensch, με όποιο τρόπο και να το εννοήσουμε, ένα στοιχείο μπορεί να κατανοηθεί με αφετηρία τον εαυτό, έναν εαυτό στον οποίον μπορούμε να μιλήσουμε, που φανταζόμαστε ότι μπορεί να μας ακούσει, με αφετηρία κάτι οικείο που είναι κατανοητό. Ένα άλλο μέρος παρουσιάζεται σαν ένα συνεκτικό όλον, είναι συμπαγές και σκοτεινό· ο γερμανικός όρος αναφέρεται σε «ένα πράγμα» (Ding), και από αυτό ο Λακάν κατασκεύασε τη θεωρία του. Το πράγμα, εκείνο το οποίο ονομάζει «τοπράγμα» (ενίοτε σε μια λέξη ή σε γραπτή μορφή «τ’ οπράγμα») είναι αυτό το συνεκτικό όλον στην καρδιά του πλησίον. Είναι άτμητο, ξένο, εχθρικό, απειλητικό και θα χρησιμεύσει στον Λακάν για να σκεφτεί το ζήτημα του κακού, της κακοήθειας, της εχθρότητας, της σκοτεινότητας.

Η κίνηση της σκέψης του Λακάν είναι απλή: εκείνο που βρίσκεται στην καρδιά του πλησίον θέτει ένα διπλό ερώτημα. Ποιος είναι αυτός ο πλησίον, μήπως είναι η μητέρα, αφού το σύμπλεγμα κατασκευάζεται με αφετηρία το παιδί; Μήπως επίσης κάποιος αδελφός; Εκείνος ή εκείνη που βρίσκεται στο πλάι;

Θα ήταν αρκετά λογικό να σκεφτούμε ότι είναι η μητέρα, εφόσον ο Φρόιντ μιλά για τις κραυγές του μικρού παιδιού. Αναφέρει λίγο πρωτύτερα στο κείμενο ότι ένα τέτοιο αντικείμενο (ο Nebenmensch) «είναι ταυτόχρονα το πρώτο αντικείμενο ικανοποίησης και επιπλέον το πρώτο εχθρικό αντικείμενο, καθώς και η μόνη δύναμη βοηθείας».[7]

Θα μπορούσαμε επίσης να σκεφτούμε ότι είναι ο πλησίον δηλαδή μάλλον ο αδελφός· και ως προς αυτό ορισμένοι θα ανακαλέσουν την απόλαυση του πλησίον. Μητρικό σύμπλεγμα, οιδιπόδειο αλλά και αδελφικό σύμπλεγμα, εξίσου σαρωτικό με το αιμομικτικό στοιχείο του οιδιπόδειου συμπλέγματος.

Αφού αναγνωρίζει τον πλησίον υπό την έννοια του αδελφικού συμπλέγματος (αδελφός εξ αίματος ή ομογάλακτος), ο Λακάν βεβαιώνει ότι «η μητέρα, το μητρικό πράγμα, καταλαμβάνει τη θέση του das Ding[8]». Αλλά, καθόσον το πράγμα είναι για εκείνον «ο απόλυτος Άλλος του υποκειμένου», εκκενώνει γρήγορα αυτήν την πολύ προσωπική διάσταση της ετερότητας και βάζει στην καρδιά του άλλου εκείνο το οποίο ονομάζει το κενό, την οπή, το τίποτε, το μηδέν, κάθε όψη της απόλυτης ετερότητας. Αυτό το άδειασμα εντέλει του πλησίον, αυτού που βρίσκεται δίπλα, του αρωγού, από κάθε στοιχείο ανθρωπιάς είναι η τελική κίνηση της σκέψης του Λακάν. Δύο παραδειγματικές παρατηρήσεις αποδίδουν παραστατικά με σαφήνεια αυτό τον προσανατολισμό.

Η ιδέα της δημιουργίας είναι παρούσα στον Λακάν. Αφορά τη δημιουργία του λόγου, ο λόγος είναι δημιουργικός. Στοχάζεται τον λόγο υπό την αιγίδα της δημιουργικής του ικανότητας: οι λέξεις δημιουργούν τα πράγματα. Αλλά αυτή η δημιουργία, κατεξοχήν αντιληπτή ως ο τρόπος να καταστεί υπαρκτό κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως, προσεγγίζεται σαν μια δημιουργία από το τίποτε. Πρόκειται για τη φιλοσοφική έννοια της δημιουργίας, μια θέση απόρροια του δημιουργισμού,[9] μια δημιουργία ex nihilo, που δεν είναι ούτε ιστορική, ούτε εξελικτική. Ο Λακάν δεν σκέφτεται τη δημιουργία παρά μόνο από το τίποτε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αδειάζει βεβαίως την έννοια της δημιουργικότητας από οτιδήποτε μπορεί να διαθέτει τη μνήμη ενός δεσμού, μνήμη μιας σχέσης. Δηλαδή μνήμη από κάτι ευρεθέν, εντέλει μνήμη της αυταπάτης με την έννοια που δίνει ο Γουίνικοτ στον όρο.

Το δημιουργημένο-ευρεθέν αντικείμενο του Γουίνικοτ είναι ένας τρόπος σχέσης με τη μητέρα που είναι εκεί. Στον Λακάν υπάρχει μια ανα-δημιουργία ενός λόγου από το τίποτε, ex nihilo. Δεν είναι λοιπόν εντυπωσιακό –δεν θα έπρεπε να σας εκπλήσσει– το γεγονός ότι ο Λακάν το 1970 λέει με σαφήνεια στο σεμινάριό του: «Δεν υπάρχει πλησίον ει μη μόνον αυτό το ίδιο το κενό[10] εντός σου, το κενό του εαυτού σου[11]».

Πρέπει να τολμήσουμε να το ακούσουμε αυτό, μπορούμε να το ακούσουμε σαν μια αλήθεια, μπορούμε να το ακούσουμε σαν μια πρόκληση, μπορούμε να ακούσουμε τη δύναμη μιας σκέψης, μπορούμε να το ακούσουμε με τρόπο μετα-τραυματικό, στην κατάφαση μιας επιθυμίας, αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Λακάν, πολύ δε περισσότερο την ιστορία του, εάν δεν λάβουμε υπόψη αυτό το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλησίον. Η μοναξιά του Λακάν σημαίνει «δεν υπάρχει πλησίον».

Από αναλυτική σκοπιά, αν επανέλθουμε στον Γουίνικοτ και σε αυτό που μας κομίζει, προφανώς έχουμε εδώ δύο έννοιες που είναι εντελώς αντινομικές, τη δημιουργικότητα και την επιθυμία. Διότι κατά βάθος με τη θέση του Λακάν, ο οποίος αδειάζει αυτό τον άλλον που είναι εκεί από κάθε σώμα, από κάθε σάρκα, ο Nebenmensch δεν είναι πλέον μια μητέρα, δεν είναι ένας αδελφός, ακόμα δε λιγότερο ένας πλησίον, αλλά είναι αυτή η άβυσσος που βλέπουμε μέσα του, και μάλιστα αυτό το κενό στον καθένα μας.

Πρόκειται για μια ριζική απανθρωποποίηση, η οποία όμως συνδιαλέγεται με εκείνους που διάβαζε ο Λακάν. Με τον Άγιο Αυγουστίνο, λόγου χάρη, για τον οποίον ο Θεός υπήρχε στην καρδιά του ανθρώπου[12]: στην καρδιά του ανθρώπου υπάρχει το κενό του εαυτού του, απαντά ο Λακάν. Για εκείνον η απόγνωση, Hilflosigkeit, υφίσταται όταν, απέναντι στον θάνατο, δεν μπορεί πλέον κανείς να βασιστεί σε κανέναν.

Μιλά για απόγνωση ο Γουίνικοτ; Μιλά γι’ αυτήν ακριβώς στο κείμενο για την δημιουργικότητα, εκεί μνημονεύει αυτήν την έννοια της απόγνωσης. Τι είναι η απόγνωση για τον Γουίνικοτ;  Είναι όταν δεν έχουμε πλέον δημιουργική ζωή. Η απόγνωση έρχεται όταν δεν αισθάνεται κανείς μέσα του την αίσθηση του υπάρχειν. Όταν το υποκείμενο δεν αισθάνεται πια ζωντανό σε ό,τι ονομάζει η «μυστική ζωή».

Πρόκειται για αντινομικούς κόσμους και δεσμούς σκέψης και μεταβίβασης, τόσο ως προς την κατάληξή τους όσο και ως προς τις απαρχές τους.

Πρέπει να επιλέξουμε; Τι νόημα μπορεί να έχει μια επιλογή; Αν αληθεύει ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει με οιοδήποτε τίμημα, τότε η μόνη μας επιλογή μερικές φορές είναι να επιβιώσουμε κοιτάζοντας τον θάνατο κατάματα. Μπορούμε όμως επίσης να αισθανόμαστε ότι υπάρχουμε μέσα στη ζωντανή ανάμνηση των δεσμών που μας έκαναν ζωντανούς και όπου «δημιουργήθηκε» το αίσθημα του υπάρχειν. Δεν υπάρχει κάτι για να επιλεγεί, δεν βλέπω το νόημα μιας τέτοιας επιλογής.

 

 

 

[1]Βλ. Γκιγιομάρ Π. (1992), Η απόλαυση του τραγικού, η Αντιγόνη, ο Lacan και η επιθυμία του αναλυτή, μετάφραση: Β. Μαλισόβα-Χατζοπούλου, Αθήνα: Μεταίχμιο, Σειρά Ψυχαναλυτικοί συνειρμοί, 2004. (ΣτΜ)

[2] «Η επιθυμία εκείνο που ονομάζουμε επιθυμία, αρκεί ώστε η ζωή να μην έχει νόημα να κάνει κάποιον δειλό», στο Jacques  Lacan, Ecrits, Paris, Seuil, ελ. 782.

[3] «Et non propter vitam, vivendi perdere causas », αναφέρεται από τον Λακάν, ό.π.

[4] Η έννοια της «αρκετά καλής μητέρας» που μεταφράζει μέχρι τώρα τον όρο του Γουίνικοτ “good enough mother” αποδίδεται καλύτερα στα ελληνικά με τον όρο «επαρκής μητέρα», καθώς στην ελληνική γλώσσα το αρκετά σημαίνει περισσότερο από το απλώς καλή, ενώ η έκφραση του Γουίνικοτ περιγράφει την στοιχειωδώς καλή μητέρα. (σ.τ.ε.)

[5] Γαλλίδα ψυχαναλύτρια και πανεπιστημιακός, ομότιμη διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS). Πολλές από τις μελέτες της πάνω στο έργο του Φρόιντ εστιάζουν στο ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικότητας και του θήλεος. Για το ζήτημα του Nebenmensch, βλέπε κυρίως το βιβλίο της:  La détresse aux sources de l’éthique, Ed. Le Seuil, 2011. (ΣτΜ).

[6] Φρόιντ Σ., Αλληλογραφία με τον Β. Φλις

[7] Φρόιντ Σ., Αλληλογραφία με τον Φλις, ό.π.

[8] Λακάν Ζ., Το Σεμινάριο, Βιβλίο VΙ, Η Ηθική της Ψυχανάλυσης, Paris, Seuil, 1976, σελ. 82.

[9] Créationnisme, δημιουργισμός…

[10] creux: η λέξη μπορεί να αποδοθεί και ως κούφωμα, κοίλωμα, κούφωμα, κόυφιο. (σ.τ.ε.)

[11] Λακάν Ζ., Το Σεμινάριο, Βιβλίο XVI, Dun Autre à lautre, Paris Seuil, 2006, σελ. 25.

[12] “Deus intimior intimomeo”.